- παρακελεύομαι
- και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι σφίσι», Θουκ.)4. δίνω συμβουλή, συμβουλεύω («παρακελεύομαι ταῡτα», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κελεύω «διατάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.